Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ......

  Οι Έλληνες πρόσφυγες του Έβρου (Κατερίνα Καρπούζη)
     Μια φορά και έναν καιρό περίπου το 1920 επικρατούσε πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους. Τότε οι Έλληνες ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα ανασφαλή χωριά ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι είχαν σκοπό να καταλάβουν τα ελληνικά εδάφη και σημάδεψαν να ξεκινήσουν από τα χωριά. Σε ένα χωριό που το λέγανε Χαριομπόλ και ζούσαν πολλές οικογένειες, βγήκε το βράδυ ο Κεχαγιάς και ανακοίνωσε ότι πρέπει να εγκαταλείψουν το Χαριομπόλ, γιατί άμα μείνουν θα τους περιμένει μεγάλη σφαγή. Οι οικογένειες ετοίμασαν τις άμαξες με τα άλογα, τις αγελάδες και τα γαϊδουράκια και το πρωί ξεκίνησαν το δρόμο για το χωριό Κλισό.
         Στο δρόμο ξαφνικά βγήκαν οι Τούρκοι και άρχισαν να τους πυροβολούν και να τους πετάνε χειροβομβίδες. Οι Έλληνες καθώς ήθελαν να προστατέψουν τα παιδιά τους, για να τα γλυτώσουνε κρυβότανε κάτω από τα δέντρα, από τους βράχους και τα γεφύρια. Ύστερα, αφού οι Τούρκοι σκότωσαν αρκετούς Έλληνες φύγανε διότι έτσι τους είχε διατάξει ο πασάς. Αργότερα, ξανά ξεκίνησαν τη διαδρομή τους αλλά δεν μπορούσαν να συνεχίσουν γιατί τους εμπόδιζε ένα μεγάλο ποτάμι (Έβρος).   
         Οι οικογένειες δεν είχαν άλλη επιλογή και πέρασαν το ποτάμι κρατώντας τα παιδιά στις αγκαλιές τους. Όσες οικογένειες είχαν αγελάδες και άλογα κατάφερναν και περνούσαν, ενώ όσοι είχανε γαϊδουράκια τους παρέσυρε το ρεύμα του ποταμού. Πολλές Ελληνίδες και Έλληνες πνίγηκαν και πολλοί συγγενείς χωρίστηκαν. Όσοι πέρασαν κάθισαν, ξεκουράστηκαν και τάισαν τα παιδιά τους. Μετά από τρεις ώρες συνέχισαν τη διαδρομή τους ώσπου ήρθε η στιγμή να χωριστούνε. Άλλοι πήγαν στο χωριό Σαγίνη, άλλοι στην Κλισό και άλλοι στην Ινόη.
         Αφού εγκαταστάθηκαν στα χωριά τους, έπρεπε να χτίσουν σπίτια με τον τρόπο που γνώριζαν. Έβαζαν πρώτα όλα τα άχυρα στο μαύρο χώμα, έσκαβαν, έβαζαν νερό και το ανακάτευαν. Μετά, αφού γινότανε μαλακό έριχναν μέσα ένα σανίδι και ένα σταυρό για να έχει τετράγωνο σχήμα (σαν τα τούβλα) και όταν στέγνωνε τα έκοβαν σε τετράγωνα σχήματα και έτσι έχτιζαν τα σπίτια τους. Αφού φρόντισαν για το που θα μένουν έπρεπε να δουλέψουν.
            Οι πιο πολλοί κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία και πολλοί λίγοι κάτοικοι με την κτηνοτροφία. Επίσης το βράδυ οι ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν να δουλέψουν στα χωράφια ακόμη και ακόμα και νέοι δούλευαν ως σιδεράδες και έφτιαχναν πέταλα για το πετάλωμα των αλόγων. Έπειτα οι νέοι το βράδυ φυλούσαν το χωριό τους με τα όπλα που τους έδινε ο στρατός. Έτσι οι χωρικοί ήταν δεμένοι μεταξύ τους για πολλά χρόνια και υποστήριζαν ο ένας τον άλλον.  


ΠΗΓΗ  : ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ